«Ο Βασιλιάς είναι γυμνός!»: λόγος και λογοκρισία σήμερα

«Ο Βασιλιάς είναι γυμνός!»: λόγος και λογοκρισία σήμερα

 

γράφει η

Δρ Βασιλική Παπαγεωργίου

Εθνολόγος- Κοιν. Ανθρωπολόγος

πηγή εικόνας: https://gr.pinterest.com/pin/535154368193325024/?lp=true

 

Περιστατικά λογοκρισίας εκφράζουν αμφισβητούμενες όψεις του κοινωνικού μας κόσμου, και –κάτι που δεν είναι εμφανώς αναγνωρισμένο – τον αγώνα γύρω από το δικαίωμα στο λόγο, στην εγκυρότητα του περιεχομένου αλλά και του φορέα του λόγου.

Σε διαφορετικά πεδία  (π.χ. η δημοσιογραφία και τα μίντια, η πολιτιστική παραγωγή, το επιστημονικό) και χωροχρονικά πλαίσια (π.χ. Μακαρθισμός στις ΗΠΑ, ελληνική χούντα) η λογοκρισία εμφανίζεται με ποικίλες μορφές  και βαθμούς έντασης. Από τις συστάσεις ως την πλήρη απαγόρευση, την εξόντωση προσώπων, ηθική, ψυχολογική ή σωματική, προληπτική ή κατασταλτική, η λογοκρισία, πολύ γενικά, αφορά σε διάφορα κειμενικά είδη, γραπτού ή προφορικού λόγου, που θεωρείται ότι είναι προσβλητικά, υβριστικά, ή εμπρόθετα βλαπτικά προς άτομα ή ομάδες.[1]

Συνδεδεμένη στον κοινό νου με καθεστώτα αυταρχικά και παραδοσιακές πειθαρχικές  στρατηγικές καταστολής, όπως οι διώξεις γύρω από τη ελευθερία του λόγου που καταγράφονται στην Τουρκία εδώ και ένα περίπου χρόνο, η παρουσία λογοκριτικών πρακτικών σήμερα, σε καθεστώς εδραιωμένης  δημοκρατίας (όπως ισχύει για την Ελλάδα και γενικά για τις χώρες της ΕΕ ), προκαλεί κάποια σύγχυση.

Η σύγχρονη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα, περιστρέφεται γύρω από το  δίπολο των αξιών (από τη μια πλευρά) ελευθερία του λόγου και της έκφρασης: (από την άλλη πλευρά) περιορισμός, για την προστασία ατομικών ή συλλογικών .δικαιωμάτων και ταυτοτήτων, μια άλλη μορφή της οποίας είναι η αντιπαράθεση γύρω από την αποκαλούμενη “πολιτική ορθότητα”.  Σε αυτού του τύπου την προσέγγιση δεν είναι, όμως, ξεκάθαρη η πολιτική/ιδεολογική αντιστοίχηση, κατά απόλυτο πάντα τρόπο, με αποκλειστικά κάποια από τις δύο αντιτιθέμενες θέσεις:  αριστεροί/προοδευτικοί και δεξιοί/συντηρητικοί (χρησιμοποιώ τους όρους με την ευρύτερη, κάπως “χαλαρή”, εννοιολόγηση, που έχει καθιερωθεί στο δημόσιο λόγο) υπερασπίζονται άλλοτε την πρώτη και άλλοτε τη δεύτερη θέση, συχνά, δε, σε συνεργασία και ομοφωνία, προκαλώντας, έτσι, σύγχυση σχετικά με την ιδεολογική τους τοποθέτηση και τα σύστοιχα προς αυτήν κοινωνικά τους συμφέροντα. Κάθε πλευρά σε αυτή τη γραμμή επιχειρηματολογίας μπορεί να κατηγορήσει την άλλη για προσπάθεια επιβολής λογοκρισίας.

Παράδειγμα χαρακτηριστικό και πολύ πρόσφατο, η υπόθεση της συγγραφέως  Σώτης Τριανταφύλλου, στην οποία θα αναφερθούμε και στη συνέχεια, με αφορμή τη δίωξή της βάσει του αντιρατσιστικού νόμου 4285/2014, για άρθρο της που αναφερόταν στους μουσουλμάνους. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση Athens Voice λίγο μετά τη βίαιη επίθεση στο θέατρο Μπατακλάν στο Παρίσι, το Νοέμβρη του 2015, την ανάληψη της οποίας έφερε το “Ισλαμικό Κράτος”. [2]

Έχοντας, ήδη, προηγηθεί στη Γαλλία το Charlie Hebdo, οι  αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας (ελευθερία λόγου) υμνήθηκαν από εκπροσώπους όλου του πολιτικού φάσματος στη Γαλλία και αλλού. Στη συνέχεια, όμως, η αυξανόμενη ένταση της “ρητορικής του μίσους” (“hate speech”) δίχασε τον πολιτικό κόσμο με προβληματισμό για τα ανεκτά όρια προσβολής του “άλλου”. [3]

Οι πιο πρόσφατες θεωρητικές προσεγγίσεις, που υπάγονται γενικά στον όρο “νέα λογοκρισία” (“new censorship”) έχουν διευρύνει αναλυτικά το πεδίο έρευνας και μελέτης της λογοκρισίας. [4] Αυτή η θεωρητική μετατόπιση, έχοντας αναφορές, μεταξύ άλλων, στη διανοητική παράδοση των Foucault και Bourdieu, αναμετριέται με μια “δομική λογοκρισία”, που διαπερνά διαρκώς την επικοινωνιακή πράξη σε θεσμικό αλλά και άτυπο επίπεδο, με  διαδικασίες επιλογής και αποκλεισμού. Στο βαθμό που δεν επιφέρει σχετικοποίηση ετερόκλητων εμπειρικά διαπιστωμένων μορφών αποκλεισμού,  κάτω από τον “όρο ομπρέλα” λογοκρισία, αλλά βοηθά στην επεξεργασία αθέατων όψεων της κοινωνικής δυναμικής του λόγου, θα κινηθώ στη συνέχεια, στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης.

Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι η διαμάχη γύρω από την αναπαράσταση και την αντιπροσώπευση /εκπροσώπηση (representation είναι ο αγγλικός όρος στον οποίο αποδίδονται οι  σημασίες αυτές) είναι η κοινή συνισταμένη πολλών περιπτώσεων οι οποίες εντάσσονται στο φάσμα της  λογοκρισίας.

Έτσι, η λογοκρισία με μια ευρύτερη και μάλλον μεταφορική σημασία, είναι πολιτισμικά παραγωγική: θέτει κυρίαρχες πολιτισμικές δομές κατανόησης του κοινωνικού κόσμου,  προτείνει τα ορθά καθεστώτα λόγου, τους κανόνες επικοινωνίας, τους έγκυρους λόγους και, πολύ βασικό, τους έγκυρους (νομιμοποιημένους) φορείς αυτών των λόγων. Τα δρώντα υποκείμενα που εμπλέκονται σε μια διαμάχη περί της λογοκρισίας, είναι δεσμευμένα σε θέσεις προσδιορισμένες κοινωνικά και πολιτισμικά, ούτως ώστε να μπορούν, κατ’ αναλογία των θέσεων αυτών, να ασκήσουν ή να ανατρέψουν λογοκρισίες, ή και ακόμη να κατανοήσουν τις λογοκριτικές πρακτικές αυτές καθ’ εαυτές ως τέτοιες.

Αν υποθέσουμε ότι λόγος-αναπαράσταση-εξουσία συνδέονται άρρηκτα, τότε οι λογοκριτικές πρακτικές προκύπτουν σε κρίσιμες στιγμές και εντάσεις γύρω από ανταγωνιστικές θέσεις σε πεδία, και τα κοινωνικά τους αποτελέσματα είναι σύνθετα στη διαμόρφωση της δημόσιας κουλτούρας.

Ας δούμε ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα, από τον ελληνικό χώρο, που αφορά στην εισήγηση της Ιεράς Συνόδου, στο πλαίσιο του διαλόγου με το Υπουργείο Παιδείας  για το νέο πρόγραμμα σπουδών και τα βιβλία στο μάθημα των θρησκευτικών.[5] Εκχωρώντας  η πολιτεία το δικαίωμα λόγου στην εκκλησία, για τις θρησκευτικές αναπαραστάσεις στην εκπαίδευση, δέχεται την επέμβαση  αυτής προς την απαλοιφή περιεχομένου, νουθεσίες για το τι πρέπει να διδάσκεται και πώς, και άλλες παρατηρήσεις. Η  Ιεραρχία δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να διεκδικεί το μονοπώλιο γύρω από την ορθοδοξία του Χριστιανικού λόγου και τη διασφάλιση μιας σειράς συμφερόντων εξαρτώμενων από αυτό. Η συγκατάνευση προς αυτού του είδους τη λογοκρισία, της κυβέρνησης που αυτοπροσδιορίζεται “αριστερή” και “ριζοσπαστική”, έρχεται σε αντίφαση με άλλες ρητορικές “προοδευτικού” χαρακτήρα που αφορούν επί παραδείγματι στην επιλογή με κλήρωση των σημαιοφόρων των σχολείων στις παρελάσεις, με  το ιδεολογικό πρόσχημα της απόταξης μιας “ταξικής αριστείας”.

Έτσι, είναι προφανές, ότι εδώ μια μορφή λογοκρισίας εφαρμόζεται για την επίτευξη συμφερόντων δύναμης και νομιμοποίησης, ενώ τα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο και οι συγκυρίες παίζουν το ρόλο τους.

Μια αρνητική, προσβλητική, ή προκλητική  αναπαράσταση  δεν αρκεί από μόνη της  να επιφέρει λογοκρισία. Συχνά τα  πολιτικά πρόσωπα, περίπτωση των ισχυρών σε θέσεις και αξιώματα, χρησιμοποιούν ακραίο και προσβλητικό λόγο,  χωρίς ωστόσο τις κυρώσεις που θα αναμένονταν. Αντίθετα, μάλιστα  οι αρνητικές αναπαραστάσεις μπορεί να αποτελέσουν το πρόσχημα για ενδυνάμωση της εξουσίας τους. Παράδειγμα εδώ, η αντιδικία του υπουργού Νίκου  Κοτζιά με το Athens Review of Books, η οποία τον δικαίωσε δικαστικά, έχοντας αντίκτυπο ακόμη και στο εξωτερικό. [6] Πολιτική κουλτούρα λογοκρισίας χαρακτηρίζει και την αντιπαράθεση γύρω από τη σάτιρα του Αρκά, σε γελοιογραφίες του οποίου αποδόθηκαν εμπρόθετες αντιπολιτευόμενες προθέσεις.[7] Είναι φανερό ότι στο πεδίο της λογοκρισίας, που φτάνει στο σημείο να γίνεται διωκτική/κατασταλτική, εγγράφονται κρίσιμοι ανταγωνισμοί και ιδεολογικοί πόλεμοι, όχι ξέχωροι από την οικονομική κρίση και την επιβολή των μνημονίων.

Εκεί που υποχωρεί η πιο παραδοσιακή μορφή λογοκριτικής παρέμβασης, του είδους π.χ. της δικαστικής διαμάχης, λογοκρισία μπορεί να είναι η αυτολογοκρισία σε διάφορες μορφές, η σιωπή, η αφαίρεση του λόγου, και οι ποικίλες στρατηγικές  αποκλεισμού. Στον ακαδημαϊκό και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χώρο με τα επιμέρους επιστημονικά πεδία, για παράδειγμα, οι προσπάθειες του “νεοεισερχόμενου” για “είσοδο” και αναγνώριση, συναντούν μια σειρά από λογοκρισίες: από την άρνηση προσκλήσεων σε συναντήσεις ειδημόνων (π.χ. συνέδρια ή διάφορα πάνελ συζητήσεων), απουσία βιβλιογραφικών αναφορών στο έργο του, αποκλεισμούς από χώρους προνομίων όπως εκδοτικοί οίκοι, ερευνητικά κέντρα και προγράμματα κ.λπ. [8]

Πιο σύνθετες, όμως, όσο και προβεβλημένες στη δημόσια κουλτούρα, είναι οι περιπτώσεις που εμπλέκουν αναπαραστάσεις τής ετερότητας, όπως η, προαναφερθείσα στην αρχή, υπόθεση της Σώτης Τριανταφύλλου. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δρώντων εμπλεκόμενων, η διαχείριση της πολιτισμικής διαφοράς μέσω της λογοκρισίας δεν αφορά μόνο στην  αναπαράσταση (πώς, δηλαδή, μια ομάδα πολιτισμικά προσδιορισμένη απεικονίζεται αρνητικά και με προσβλητικό ή υποτιμητικό ύφος). Παράλληλα,  θέτει στο προσκήνιο το ζήτημα της εκπροσώπησης, τού “ποιος μιλά εκ μέρους ποιου”. Με παρόμοιο τρόπο, σημειώνω εδώ, εμφανίζεται σε κάθε περίσταση κρίσης, η συζήτηση για τους Ρομά στην Ελλάδα.

Διαφορετικές θεωρητικές σκοπιές και αναλυτικές παραδόσεις (π.χ. πολιτισμική κριτική στην ανθρωπολογία, η μετααποικιακή θεωρία και άλλες κριτικές προσεγγίσεις στη γραμμή της μαρξιστικής παράδοσης) έχουν καταδείξει συστηματικά τη δυσκολία άρθρωσης “φωνών” για τις ομάδες των υποδεέστερων (στις οποίες περιλαμβάνονται ομάδες με κατηγορικούς προσδιορισμούς ταυτότητας εδραιωμένους σε ιστορικές σχέσεις υπαγωγής με κυρίαρχους “άλλους”, μετανάστες, μειονότητες, ιθαγενείς πληθυσμοί, γυναίκες κ.α.). Αυτές είναι καταδικασμένες σε διάφορες,  συχνά αθέατες και ασύνειδες μορφές λογοκρισίας: στη στέρηση βήματος δημόσιου λόγου και προβολής, στη σιωπή ή στην αποδοχή της εκπροσώπησής τους από τρίτους (διάφορους θεσμικούς φορείς, ρυθμιστικές αρχές, Μ.Κ.Ο., Πολιτιστικούς Οργανισμούς και τα μίντια). Αλλά, εξίσου σημαντικό, στην δυσπιστία των έγκυρων φορέων και εκπροσώπων απέναντι σε οποιαδήποτε απόπειρα έκφρασής τους. [9] Μάλιστα, η παγίδα που ενυπάρχει πίσω από τις διάφορες εκδοχές αναπαραστάσεων υποτελών από τρίτους, είναι οι υποστασιοποιημένες ταυτότητες, η απόλυτη πολιτισμική διαφορά. Μια τέτοια, κατά κάποιον τρόπο, “πολιτική ορθότητα”, εξαναγκάζει σε προεξαγγελτικές διατυπώσεις του τύπου «δεν είμαι ρατσιστής αλλά…», «δε θα ήθελα να ταυτιστώ με ακροδεξιές απόψεις, όμως…», διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο επικοινωνίας που υπαινίσσεται την πολιτισμική σύγκρουση, εύκολο έδαφος για την καλλιέργεια του ακραίου λόγου ενός Ντόναλντ Τραμπ.

Η παγκόσμια υπόθεση των «Σατανικών Στίχων» του Σαλμάν Ρούσντι που περιελάμβανε για διάστημα πολλών χρόνων  μια εξοντωτική λογοκρισία του ιδίου και του έργου του, αποτύπωσε τη συνθετότητα μιας τέτοιας κατάστασης που συνδυάζει διαχείριση πολιτισμικής διαφοράς και λογοκρισία. Ενώ ανέδειξε με δραματικό τρόπο τους ιστορικά διαμορφωμένους ανταγωνιστικούς λόγους για την κυριαρχία στους κοινωνικούς κόσμους των μουσουλμάνων, στα μητροπολιτικά κέντρα και την περιφέρεια, και μια σύγχρονη εκρηκτική πολεμική αντιπαράθεση γύρω από πολιτικές της ταυτότητας και της πολυπολιτισμικότητας. [10]

Η μετανεωτερική συνθήκη τον 21ο αιώνα, με τις αυξανόμενες ροές πληροφορίας και τεχνολογικά διαμεσολαβημένης διαδικτυακής επικοινωνίας, συμβάλει στην όξυνση  των αγώνων γύρω από την εξουσία του λόγου και της λογοκρισίας. Αυτοί  μπορεί, να αμβλύνονται, ωστόσο, μέσα από πολλές αθέατες όψεις και υπαινικτικές λογοκριτικές  μορφές, ή ευφημισμούς, και κάτω από την επίφαση της άκρατης ελευθερίας του λόγου και των πολλαπλών δυνατοτήτων για επικοινωνία.

Καθώς οι ισχυροί θα αγωνίζονται για τα πρωτεία του λόγου, την αναγνώριση της αυθεντίας τους και τη συναίνεση για την παράσταση του κοινωνικού κόσμου, οι υποδεέστεροι θα εξωθούνται στην ομοφωνία για τα καταπληκτικά «καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα» (συγκαλυμμένη και παραγνωρισμένη πρόσληψη της κατεστημένης τάξης). Και αν το παιδί στο γνωστό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν αναφωνεί στο τέλος την παραδοχή του αυτονόητου «ο αυτοκράτορας είναι γυμνός»,  αντιστοιχεί στο πρόσωπο των ανίσχυρων υποτελών, η σκανδαλώδης ελευθεροστομία των οποίων (ομόλογη προς τη σιωπή τους) αποτελεί μια από τις έξεις των διαμορφωτικών περιορισμών της λογοκρισίας. [11]

 

 

3 monkeys see no evil, hear no evil, speak no evil - Camperdown Sydney street art by neeravbhatt, via Flickr

Πηγή εικόνας: https://gr.pinterest.com/donhae/art-censorship-ad/?lp=true

 

[17/8/2017]

Σημειώσεις*

*Τα διάφορα ρεπορτάζ και άρθρα στα οποία παραπέμπω σχετικά με τις αντιπαραθέσεις λογοκρισίας, δεν εκφράζουν κάποια μεροληπτική επιλογή εκ μέρους μου προς συγκεκριμένα μέσα και τις θέσεις που αυτά υποστηρίζουν, είναι ενδεικτικά για να αναζητηθούν πληροφορίες από τους αναγνώστες.

[1] Προσεγγίσεις του φαινομένου της λογοκρισίας στην Ελλάδα, στο συλλογικό τόμο Η Λογοκρισία στην Ελλάδα, Πετσίνη Πηνελόπη και Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Ίδρ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2016, ηλεκτρονικά διαθέσιμο.

[2] Τη  μήνυση έχει υποβάλει ο Παναγιώτης Δημητράς,  ο διαχειριστής του blog «Παρατηρητήριο Ρατσιστικών Εγκλημάτων»  και εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητήριου Συμφωνιών του Ελσίνκι. Βλ. ρεπορτάζ 5/5/2017, «Σε δίκη γα ισλαμοφοβία η Σώτη Τριανταφύλλου, http://tvxs.gr/news/ellada/se-diki-gia-islamofobia-i-soti-triantafylloy και άλλες σχετικές πληροφορίες στο άρθρο του Άρη Δημοκίδη, «Πόσο μεγάλο λάθος είναι η μήνυση της Σώτης Τριανταφύλλου για ισλαμοφοβία;», 6/5/2017, στο: http://www.lifo.gr/articles/mikropragmata/143722

[3] Βλ. σχετικά λήμματα    στην ηλεκτρονική Βικιπαίδεια, «Επίθεση  στα γραφεία του CharlieHebdo»,https://el.wikipedia.org/wiki/Επίθεση_στα_γραφεία_του_Charlie_Hebdo και, αντίστοιχα, για το Μπατακλάν, «Επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι»,https://el.wikipedia.org/wiki/Επιθέσεις_της_13ης_Νοεμβρίου_2015_στο_Παρίσι

[4] Ένα κατατοπιστικό κείμενο σχετικά είναι της Helen Freshwater, «Towards a Redefinition of Censorship», στο συλλογικό τόμο Censorship and Cultural Regulation in the modern age (επιμ. Beate Müller, 2004).

[5] Βλ. ενδεικτικά ένα από τα πολλά  ρεπορτάζ αναφερόμενα στο θέμα, με τίτλο «η εκκλησία έκοψε Άσιμο, Σαββόπουλο και Ριάννα από το βιβλίο των θρησκευτικών», (ό,τι δηλαδή μονοπώλησε και τη συζήτηση που προκλήθηκε στα μίντια), ηλεκτρονικά στο http://tvxs.gr/news/ellada/i-ekklisia-ekopse-asimo-sabbopoylo-kai-rianna-apo-biblio-ton-thriskeytikon. Επίσης, στο ίδιο, διαθέσιμη ολόκληρη η σχετική εισήγηση της Ιεράς Συνόδου.

[6] Μια υπόθεση που ξεκινώντας από το 2010 φτάνει ως τις μέρες μας, με αφορμή τον χαρακτηρισμό «γκαουλάιτερ του σταλινισμού» προς το πρόσωπο του Νίκου Κοτζιά, σε μια επιστολή που δημοσίευσε το έντυπο «Athens Review of Books». και κρίθηκε από τα δικαστήρια συκοφαντική δυσφήμηση. Λεπτομέρειες για το θέμα, που πήρε διαστάσεις αυτές τις μέρες εκ νέου με τη συζήτηση για την οικονομική αποζημίωση που επιβλήθηκε στην εφημερίδα, και αναφορές για συνεπακόλουθη έμμεση εξώθησή της σε κλείσιμο, στην ηλεκτρονική iefimerida.gr, 25/7/2017, άρθρο με τίτλο «Δικαστική Διαμάχη και Λογοκρισία Ο Νίκος Κοτζιάς “στραγγαλίζει” το περιοδικό Athens Book Review», http://www.iefimerida.gr/news/352695/o-nikos-kotzias-straggalizei-periodiko-athens-book-review

[7] Σχετικά με το θέμα, παραπέμπω ενδεικτικά για τις πληροφορίες στο ρεπορτάζ της Αλεξάνδρα Κασσίμη, στην Καθημερινή, 27/6/2015, «Αήθης επίθεση κατά του Αρκά γιασκίτσο», http://www.kathimerini.gr/821109/article/epikairothta/ellada/ah8hs-epi8esh-kata-toy-arka-gia-skitso. Το σκίτσο του με τη λεζάντα «σ’ αυτή τη χώρα έχει γίνει επικίνδυνο να είσαι με τους άλλους… όποιοι κι αν είναι αυτοί», που ανήρτησε στην ιστοσελίδα του στο facebook, ήταν ένα ειρωνικό σχόλιο στις λογοκριτικές παρεμβάσεις στο έργο του.

[8] Pierre Bourdieu, Επιστήμη της επιστήμης και αναστοχασμός, εκδ. Πατάκη, 2007.

[9] Βλ., για μια γενική επισκόπηση του ζητήματος, άρθρο μου σε «Ταυτότητες, αυτοπροσδιορισμοί, μειονότητες: η “φωνή” των υποδεέστερων», http://www.independent.gr/άρθρα/public-culture-online

[10] Μια γενικά επισκόπηση στο κείμενο του Κωνσταντίνου Σαπαρδάνη, 18/9/2014, Θρησκευτική λογοκρισία- η περίπτωση Σαλμάν Ρούσντι, στο: http://tvxs.gr/news/blogarontas/thriskeytiki-logokrisia-i-periptosi-salman-roysnti

[11] Βλ. Pierre Bourdieu (1999), Γλώσσα και συμβολική εξουσία, Αθήνα, Ινστιτούτο του βιβλίου- Α. Καρδαμίτσα, ιδιαίτερα τη μελέτη του «Λογοκρισία και τυποθεσία».

Leave a Reply